προπέμπει

προπέμπει
προπέμπω
send before
pres ind mp 2nd sg
προπέμπω
send before
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κομιστήρ — κομιστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κομίστρια (Α) [κομίζω] αυτός που προπέμπει κάποιον, προπομπός …   Dictionary of Greek

  • πομπαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει 2. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Ερμού) ψυχοπομπός, αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών πεθαμένων στον Άδη 3. (για άνεμο) ούριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή / πομπός + κατάλ. αῖος (πρβλ. δρομ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • προπεμπτήριο — το / προπεμπτήριος, ον ΝΜΑ νεοελλ. 1. βούλευμα, μετά από αίτηση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με το οποίο μπορεί να διαταχθεί η προσωρινή αποφυλάκιση προφυλακισμένου, με καταβολή εγγύησης 2. πράξη τού δικαστηρίου για προσωρινή απαλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • πόμπιμος — ον και πόμπιμος, ίμα, ον, Α [πομπή / πομπός] 1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει, που οδηγεί κάποιον 2. αυτός που αποστέλλει κάποιον 3. αυτός που έχει συνοδευθεί, που έχει οδηγηθεί κάπου 4. αυτός που έχει αποσταλεί κάπου 5. αυτός με τον οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”